- ακάττυτος
- ἀκάττυτος, -ον (Α) [καττύω, κασσύω]αυτός που δεν φοράει σανδάλια, ο ξυπόλυτος ή (σύμφωνα με άλλη ερμηνεία) αυτός που δεν έχει σόλες, καινούργιος (αποδίδεται στο υπόδημα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκάττυτον — ἀκάττυτος not stitched masc/fem acc sg ἀκάττυτος not stitched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)